- ἐντύπωσις
- ἐντύπωσιςimpressionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐντυπώσεις — ἐντύπωσις impression fem nom/voc pl (attic epic) ἐντύπωσις impression fem nom/acc pl (attic) ἐντυπόω carve aor subj act 2nd sg (epic) ἐντυπόω carve fut ind act 2nd sg ἐντυπόω carve aor subj act 2nd sg (epic) ἐντυπόω carve fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντύπωσιν — ἐντύπωσις impression fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντύπωση — η (Α ἐντύπωσις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εντυπώνω νεοελλ. 1. (ψυχολ.) κάθε αντίληψη κατ αίσθηση που γεννιέται στην ψυχή από εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και το αποτέλεσμα που ακολουθεί (συναίσθημα ή σκέψη) («μού προξένησε αλγεινή εντύπωση η … Dictionary of Greek
ἐντυπώσεως — ἐντυπώσεω̆ς , ἐντύπωσις impression fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντυπώσῃ — ἐντυπώσηι , ἐντύπωσις impression fem dat sg (epic) ἐντυπάζω enwrap fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐντυπόω carve aor subj mid 2nd sg ἐντυπόω carve aor subj act 3rd sg ἐντυπόω carve fut ind mid 2nd sg ἐντυπόω carve aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)